πισσωτήρας

πισσωτήρας
katran kazanı

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πισσωτήρας — ο, Ν τεχνολ. λέβητας κατάλληλος για τη θέρμανση τής πίσσας με την οποία ψεκάζονται τα οδοστρώματα και ο οποίος είναι συνήθως μόνιμα εγκατεστημένος στο όχημα που φέρει και τον μηχανισμό τού ψεκασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πισσώνω + επίθημα τήρας (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”